υμνούμαι

υμνούμαι
υμνούμαι, υμνήθηκα, υμνημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταψάλλω — (AM) αποδοκιμάζω κάποιον με ψαλμούς αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή άλλο έγχορδο όργανο («καταυλεῑν και καταψάλλειν», Πλούτ.) 2. παθ. καταψάλλομαι υμνούμαι, δοξάζομαι, αινούμαι («καταψάλλεται... ὁ δημιουργός», Πορφ.) 3. επικρίνω 4. παθ. α) ευχαριστούμαι… …   Dictionary of Greek

  • συνυμνώ — έω, ΜΑ υμνώ μαζί ή από κοινού με άλλον αρχ. παθ. συνυμνοῡμαι, έομαι (για την Αγία Τριάδα) υμνούμαι εξίσου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”